μεταφυτεύω
Greek
Verb
μεταφυτεύω • (metafytévo) (simple past μεταφύτεψα, passive μεταφυτεύομαι)
Conjugation
μεταφυτεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | μεταφυτεύω | μεταφύτευα | θα μεταφυτεύω | να μεταφυτεύω | |
2s | μεταφυτεύεις | μεταφύτευες | θα μεταφυτεύεις | να μεταφυτεύεις | μεταφύτευε |
3s | μεταφυτεύει | μεταφύτευε | θα μεταφυτεύει | να μεταφυτεύει | |
1p | μεταφυτεύουμε, μεταφυτεύομε | μεταφυτεύαμε | θα μεταφυτεύουμε, μεταφυτεύομε | να μεταφυτεύουμε, μεταφυτεύομε | |
2p | μεταφυτεύετε | μεταφυτεύατε | θα μεταφυτεύετε | να μεταφυτεύετε | μεταφυτεύετε |
3p | μεταφυτεύουν, μεταφυτεύουνε | μεταφύτευαν, μεταφυτεύαν, μεταφυτεύανε | θα μεταφυτεύουν, μεταφυτεύουνε | να μεταφυτεύουν, μεταφυτεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | μεταφυτέψω | μεταφύτεψα | θα μεταφυτέψω | να μεταφυτέψω | |
2s | μεταφυτέψεις | μεταφύτεψες | θα μεταφυτέψεις | να μεταφυτέψεις | μεταφύτεψε |
3s | μεταφυτέψει | μεταφύτεψε | θα μεταφυτέψει | να μεταφυτέψει | |
1p | μεταφυτέψουμε, μεταφυτέψομε | μεταφυτέψαμε | θα μεταφυτέψουμε, μεταφυτέψομε | να μεταφυτέψουμε, μεταφυτέψομε | |
2p | μεταφυτέψετε | μεταφυτέψατε | θα μεταφυτέψετε | να μεταφυτέψετε | μεταφυτέψτε, μεταφυτεύτε |
3p | μεταφυτέψουν, μεταφυτέψουνε | μεταφύτεψαν, μεταφυτέψαν, μεταφυτέψανε | θα μεταφυτέψουν, μεταφυτέψουνε | να μεταφυτέψουν, μεταφυτέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω μεταφυτέψει | είχα μεταφυτέψει | θα έχω μεταφυτέψει | να έχω μεταφυτέψει | |
2s | έχεις μεταφυτέψει | είχες μεταφυτέψει | θα έχεις μεταφυτέψει | να έχεις μεταφυτέψει | έχε μεταφυτεμένο |
3s | έχει μεταφυτέψει | είχε μεταφυτέψει | θα έχει μεταφυτέψει | να έχει μεταφυτέψει | |
1p | έχουμε μεταφυτέψει | είχαμε μεταφυτέψει | θα έχουμε μεταφυτέψει | να έχουμε μεταφυτέψει | |
2p | έχετε μεταφυτέψει | είχατε μεταφυτέψει | θα έχετε μεταφυτέψει | να έχετε μεταφυτέψει | έχετε μεταφυτεμένο |
3p | έχουν μεταφυτέψει | είχαν μεταφυτέψει | θα έχουν μεταφυτέψει | να έχουν μεταφυτέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μεταφυτεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μεταφυτεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μεταφυτεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μεταφυτεμένο | ||||
Participle: | μεταφυτεύοντας | Non-finite ‡ | μεταφυτέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- φυτεύω (fytévo, “to plant”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.