φυτεύω
Greek
Verb
φυτεύω • (fytévo) (simple past φύτεψα, passive φυτεύομαι)
- (horticulture) plant (place growing thing in soil)
- Ήταν έξω στον κήπο της και φύτευε τριαντάφυλλα. ― Ítan éxo ston kípo tis kai fýteve triantáfylla. ― She was out planting roses in her garden.
- Είχα φυτέψει μια καρδιά στου χωρισμού την αμμουδιά. ― Eícha fytépsei mia kardiá stou chorismoú tin ammoudiá. ― I had planted a heart on the beach of separation.(1959 song by Mikis Theodorakis)
- (colloquial, transitive) plant, shove, put (especially in the context of injuring someone)
- Του φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι. ― Tou fýtepse mia sfaíra sto kefáli. ― He put a bullet in his head.
- (colloquial, humorous, derogatory) plant (bury someone's coffin in the ground)
- Την φυτέψανε χθες το απόγευμα. ― Tin fytépsane chthes to apógevma. ― They planted her (buried her) yesterday afternoon.
Conjugation
φυτεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | φυτεύω | φύτευα | θα φυτεύω | να φυτεύω | |
2s | φυτεύεις | φύτευες | θα φυτεύεις | να φυτεύεις | φύτευε |
3s | φυτεύει | φύτευε | θα φυτεύει | να φυτεύει | |
1p | φυτεύουμε, φυτεύομε | φυτεύαμε | θα φυτεύουμε, φυτεύομε | να φυτεύουμε, φυτεύομε | |
2p | φυτεύετε | φυτεύατε | θα φυτεύετε | να φυτεύετε | φυτεύετε |
3p | φυτεύουν, φυτεύουνε | φύτευαν, φυτεύαν, φυτεύανε | θα φυτεύουν, φυτεύουνε | να φυτεύουν, φυτεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | φυτέψω | φύτεψα | θα φυτέψω | να φυτέψω | |
2s | φυτέψεις | φύτεψες | θα φυτέψεις | να φυτέψεις | φύτεψε |
3s | φυτέψει | φύτεψε | θα φυτέψει | να φυτέψει | |
1p | φυτέψουμε, φυτέψομε | φυτέψαμε | θα φυτέψουμε, φυτέψομε | να φυτέψουμε, φυτέψομε | |
2p | φυτέψετε | φυτέψατε | θα φυτέψετε | να φυτέψετε | φυτέψτε, φυτεύτε |
3p | φυτέψουν, φυτέψουνε | φύτεψαν, φυτέψαν, φυτέψανε | θα φυτέψουν, φυτέψουνε | να φυτέψουν, φυτέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω φυτέψει | είχα φυτέψει | θα έχω φυτέψει | να έχω φυτέψει | |
2s | έχεις φυτέψει | είχες φυτέψει | θα έχεις φυτέψει | να έχεις φυτέψει | έχε φυτεμένο |
3s | έχει φυτέψει | είχε φυτέψει | θα έχει φυτέψει | να έχει φυτέψει | |
1p | έχουμε φυτέψει | είχαμε φυτέψει | θα έχουμε φυτέψει | να έχουμε φυτέψει | |
2p | έχετε φυτέψει | είχατε φυτέψει | θα έχετε φυτέψει | να έχετε φυτέψει | έχετε φυτεμένο |
3p | έχουν φυτέψει | είχαν φυτέψει | θα έχουν φυτέψει | να έχουν φυτέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) φυτεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) φυτεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) φυτεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) φυτεμένο | ||||
Participle: | φυτεύοντας | Non-finite ‡ | φυτέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- μεταφυτεύω (metafytévo, “transplant”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.