μισώ
Greek
Conjugation
μισώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | μισώ | μισούσα | θα μισώ | να μισώ | |
2s | μισείς | μισούσες | θα μισείς | να μισείς | — |
3s | μισεί | μισούσε | θα μισεί | να μισεί | |
1p | μισούμε | μισούσαμε | θα μισούμε | να μισούμε | |
2p | μισείτε | μισούσατε | θα μισείτε | να μισείτε | μισείτε |
3p | μισούν, μισούνε | μισούσαν, μισούσανε | θα μισούν, θα μισούνε | να μισούν, να μισούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | μισήσω | μίσησα | θα μισήσω | να μισήσω | |
2s | μισήσεις | μίσησες | θα μισήσεις | να μισήσεις | μίσησε |
3s | μισήσει | μίσησε | θα μισήσει | να μισήσει | |
1p | μισήσουμε, μισήσομε | μισήσαμε | θα μισήσουμε, θα μισήσομε | να μισήσουμε, να μισήσομε | |
2p | μισήσετε | μισήσατε | θα μισήσετε | να μισήσετε | μισήστε, μισήσετε |
3p | μισήσουν, μισήσουνε | μίσησαν, μισήσαν, μισήσανε | θα μισήσουν, θα μισήσουνε | να μισήσουν, να μισήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω μισήσει | είχα μισήσει | θα έχω μισήσει | να έχω μισήσει | |
2s | έχεις μισήσει | είχες μισήσει | θα έχεις μισήσει | να έχεις μισήσει | |
3s | έχει μισήσει | είχε μισήσει | θα έχει μισήσει | να έχει μισήσει | |
1p | έχουμε μισήσει | είχαμε μισήσει | θα έχουμε μισήσει | να έχουμε μισήσει | |
2p | έχετε μισήσει | είχατε μισήσει | θα έχετε μισήσει | να έχετε μισήσει | |
3p | έχουν μισήσει | είχαν μισήσει | θα έχουν μισήσει | να έχουν μισήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μισημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μισημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μισημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μισημένο | ||||
Participle: | μισώντας | Non-finite ‡ | μισήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
Related terms
- μίσος n (mísos, “hate, hatred”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.