προσαρμόζομαι
Greek
Verb
προσαρμόζομαι • (prosarmózomai) passive (simple past προσαρμόστηκα, active προσαρμόζω)
Conjugation
προσαρμόζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | προσαρμόζομαι | θα προσαρμόζομαι | προσαρμοζόμουν, προσαρμοζόμουνα |
2nd person | προσαρμόζεσαι | θα προσαρμόζεσαι | προσαρμοζόσουν, προσαρμοζόσουνα | |
3rd person | προσαρμόζεται | θα προσαρμόζεται | προσαρμοζόταν, προσαρμοζότανε | |
1st person | pl | προσαρμοζόμαστε | θα προσαρμοζόμαστε | προσαρμοζόμασταν, προσαρμοζόμαστε2 |
2nd person | προσαρμόζεστε, προσαρμοζόσαστε1 | θα προσαρμόζεστε, προσαρμοζόσαστε1 | προσαρμοζόσασταν, προσαρμοζόσαστε2 | |
3rd person | προσαρμόζονται | θα προσαρμόζονται | προσαρμόζονταν, προσαρμοζόντανε, προσαρμοζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | προσαρμοστώ | θα προσαρμοστώ | προσαρμόστηκα |
2nd person | προσαρμοστείς | θα προσαρμοστείς | προσαρμόστηκες | |
3rd person | προσαρμοστεί | θα προσαρμοστεί | προσαρμόστηκε | |
1st person | pl | προσαρμοστούμε | θα προσαρμοστούμε | προσαρμοστήκαμε |
2nd person | προσαρμοστείτε | θα προσαρμοστείτε | προσαρμοστήκατε | |
3rd person | προσαρμοστούν, προσαρμοστούνε | θα προσαρμοστούν, θα προσαρμοστούνε | προσαρμόστηκαν, προσαρμοστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | προσαρμόσου | |
2nd person | pl | —3 | προσαρμοστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω προσαρμοστεί, έχεις προσαρμοστεί έχει προσαρμοστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω προσαρμοστεί, θα έχεις προσαρμοστεί, θα έχει προσαρμοστεί, … | |||
Past perfect | είχα προσαρμοστεί, είχες προσαρμοστεί, είχε προσαρμοστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existence of these forms is doubtful | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.