προσαρμόζω
Greek
Conjugation
προσαρμόζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προσαρμόζω | προσάρμοζα | θα προσαρμόζω | να προσαρμόζω | |
2s | προσαρμόζεις | προσάρμοζες | θα προσαρμόζεις | να προσαρμόζεις | προσάρμοζε |
3s | προσαρμόζει | προσάρμοζε | θα προσαρμόζει | να προσαρμόζει | |
1p | προσαρμόζουμε, προσαρμόζομε | προσαρμόζαμε | θα προσαρμόζουμε, προσαρμόζομε | να προσαρμόζουμε, προσαρμόζομε | |
2p | προσαρμόζετε | προσαρμόζατε | θα προσαρμόζετε | να προσαρμόζετε | προσαρμόζετε |
3p | προσαρμόζουν, προσαρμόζουνε | προσάρμοζαν, προσαρμόζαν, προσαρμόζανε | θα προσαρμόζουν, προσαρμόζουνε | να προσαρμόζουν, προσαρμόζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προσαρμόσω | προσάρμοσα | θα προσαρμόσω | να προσαρμόσω | |
2s | προσαρμόσεις | προσάρμοσες | θα προσαρμόσεις | να προσαρμόσεις | προσάρμοσε |
3s | προσαρμόσει | προσάρμοσε | θα προσαρμόσει | να προσαρμόσει | |
1p | προσαρμόσουμε, προσαρμόσομε | προσαρμόσαμε | θα προσαρμόσουμε, προσαρμόσομε | να προσαρμόσουμε, προσαρμόσομε | |
2p | προσαρμόσετε | προσαρμόσατε | θα προσαρμόσετε | να προσαρμόσετε | προσαρμόσετε |
3p | προσαρμόσουν, προσαρμόσουνε | προσάρμοσαν, προσαρμόσαν, προσαρμόσανε | θα προσαρμόσουν, προσαρμόσουνε | να προσαρμόσουν, προσαρμόσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προσαρμόσει | είχα προσαρμόσει | θα έχω προσαρμόσει | να έχω προσαρμόσει | |
2s | έχεις προσαρμόσει | είχες προσαρμόσει | θα έχεις προσαρμόσει | να έχεις προσαρμόσει | |
3s | έχει προσαρμόσει | είχε προσαρμόσει | θα έχει προσαρμόσει | να έχει προσαρμόσει | |
1p | έχουμε προσαρμόσει | είχαμε προσαρμόσει | θα έχουμε προσαρμόσει | να έχουμε προσαρμόσει | |
2p | έχετε προσαρμόσει | είχατε προσαρμόσει | θα έχετε προσαρμόσει | να έχετε προσαρμόσει | |
3p | έχουν προσαρμόσει | είχαν προσαρμόσει | θα έχουν προσαρμόσει | να έχουν προσαρμόσει | |
Participle: | προσαρμόζοντας | Non-finite ‡ | προσαρμόσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- αναπροσαρμογή f (anaprosarmogí, “readjustment”)
- αναπροσαρμόζω (anaprosarmózo, “to readjust”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.