συμφωνώ
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek συμφωνέω (sumphōnéō).
Verb
συμφωνώ • (symfonó) (simple past συμφώνησα, passive συμφωνούμαι)
- agree, agree with
- correspond, match
- accord with, in harmony with, consistant with
Conjugation
συμφωνώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συμφωνώ | συμφωνούσα | θα συμφωνώ | να συμφωνώ | |
2s | συμφωνείς | συμφωνούσες | θα συμφωνείς | να συμφωνείς | — |
3s | συμφωνεί | συμφωνούσε | θα συμφωνεί | να συμφωνεί | |
1p | συμφωνούμε | συμφωνούσαμε | θα συμφωνούμε | να συμφωνούμε | |
2p | συμφωνείτε | συμφωνούσατε | θα συμφωνείτε | να συμφωνείτε | συμφωνείτε |
3p | συμφωνούν, συμφωνούνε | συμφωνούσαν, συμφωνούσανε | θα συμφωνούν, θα συμφωνούνε | να συμφωνούν, να συμφωνούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συμφωνήσω | συμφώνησα | θα συμφωνήσω | να συμφωνήσω | |
2s | συμφωνήσεις | συμφώνησες | θα συμφωνήσεις | να συμφωνήσεις | συμφώνησε |
3s | συμφωνήσει | συμφώνησε | θα συμφωνήσει | να συμφωνήσει | |
1p | συμφωνήσουμε, συμφωνήσομε | συμφωνήσαμε | θα συμφωνήσουμε, θα συμφωνήσομε | να συμφωνήσουμε, να συμφωνήσομε | |
2p | συμφωνήσετε | συμφωνήσατε | θα συμφωνήσετε | να συμφωνήσετε | συμφωνήστε, συμφωνήσετε |
3p | συμφωνήσουν, συμφωνήσουνε | συμφώνησαν, συμφωνήσαν, συμφωνήσανε | θα συμφωνήσουν, θα συμφωνήσουνε | να συμφωνήσουν, να συμφωνήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συμφωνήσει | είχα συμφωνήσει | θα έχω συμφωνήσει | να έχω συμφωνήσει | |
2s | έχεις συμφωνήσει | είχες συμφωνήσει | θα έχεις συμφωνήσει | να έχεις συμφωνήσει | |
3s | έχει συμφωνήσει | είχε συμφωνήσει | θα έχει συμφωνήσει | να έχει συμφωνήσει | |
1p | έχουμε συμφωνήσει | είχαμε συμφωνήσει | θα έχουμε συμφωνήσει | να έχουμε συμφωνήσει | |
2p | έχετε συμφωνήσει | είχατε συμφωνήσει | θα έχετε συμφωνήσει | να έχετε συμφωνήσει | |
3p | έχουν συμφωνήσει | είχαν συμφωνήσει | θα έχουν συμφωνήσει | να έχουν συμφωνήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συμφωνημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συμφωνημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συμφωνημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συμφωνημένο | ||||
Participle: | συμφωνώντας | Non-finite ‡ | συμφωνήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
Antonyms
- διαφωνώ (diafonó, “to disagree”)
Related terms
- συμφωνία f (symfonía, “agreement, symphony”)
- σύμφωνα (sýmfona, “accordingly, in accordance with”)
- σύμφωνο (sýmfono, “consonant, pact, treaty”)
- συμφωνικός (symfonikós, “symphonic”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.