Απρίλιος

Grec

Étymologie

Du grec ancien.

Nom propre

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  Απρίλιος οι  -
Génitif του  Απριλίου των  -
Accusatif το(ν)  Απρίλιο τους  -
Vocatif Απρίλιε -

Απρίλιος (Aprílios) \a.ˈpɾi.li.ɔs\ masculin

  1. Avril (mois de l’année).

Variantes

  • Απρίλης

Vocabulaire apparenté par le sens

Mois de l’année en grec
1. Ιανουάριος, Γενάρης
2. Φεβρουάριος, Φλεβάρης
3. Μάρτιος, Μάρτης
4. Απρίλιος, Απρίλης
5. Μάιος, Μάης
6. Ιούνιος, Ιούνης
7. Ιούλιος, Ιούλης
8. Αύγουστος
9. Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης
10. Οκτώβριος, Οκτώβρης
11. Νοέμβριος, Νοέμβρης
12. Δεκέμβριος, Δεκέμβρης
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.