άβολος
Grec
Étymologie
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | άβολος | άβολη | άβολο | |||
génitif | άβολου | άβολης | άβολου | |||
accusatif | άβολο | άβολη | άβολο | |||
vocatif | άβολε | άβολη | άβολο | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | άβολοι | άβολες | άβολα | |||
génitif | άβολων | άβολων | άβολων | |||
accusatif | άβολους | άβολες | άβολα | |||
vocatif | άβολοι | άβολες | άβολα |
άβολος, ávolos \Prononciation ?\
- Inconfortable.
- αυτός ο καναπές είναι πολύ άβολος.
- Ce canapé est très inconfortable.
- αυτός ο καναπές είναι πολύ άβολος.
- Inconvénient.
- δυστυχώς, το ωράριο της δουλειάς μου είναι πολύ άβολο.
- hélas, l'horaire de ce travail tombe très mal (je ne suis pas disponible pour le faire).
- δυστυχώς, το ωράριο της δουλειάς μου είναι πολύ άβολο.
Antonymes
Dérivés
- άβολα
Apparentés étymologiques
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.