άδεια οδήγησης
Grec
Locution nominale
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | άδεια οδήγησης | οι | άδειες οδήγησης |
Génitif | της | άδειας οδήγησης | των | αδειών οδήγησης |
Accusatif | τη(ν) | άδεια οδήγησης | τις | άδειες οδήγησης |
Vocatif | άδεια οδήγησης | άδειες οδήγησης |
άδεια οδήγησης (ádhia odhíyisis) \ˈa.ði.a ɔ.ˈði.ʝi.sis\ féminin
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.