αιολική μηχανή
Grec
Étymologie
- Composé de αιολική et de μηχανή.
Locution nominale
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αιολική μηχανή | οι | αιολικές μηχανές |
Génitif | της | αιολικής μηχανής | των | αιολικών μηχανών |
Accusatif | τη(ν) | αιολική μηχανή | τις | αιολικές μηχανές |
Vocatif | αιολική μηχανή | αιολικές μηχανές |
αιολική μηχανή (eolikí mikhaní) \ɛ.ɔ.li.ki. mi.xa.ˈni\
- (Technologie) Éolienne.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.