αναδιάρθρωση
Grec
Étymologie
- De αναδιαρθρώνω, avec le suffixe -ση.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αναδιάρθρωση | οι | αναδιαρθρώσεις |
Génitif | της | αναδιάρθρωσης αναδιαρθρώσεως |
των | αναδιαρθρώσεων |
Accusatif | τη(ν) | αναδιάρθρωση | τις | αναδιαρθρώσεις |
Vocatif | αναδιάρθρωση | αναδιαρθρώσεις |
αναδιάρθρωση (anadhiárthrosi) \a.na.ði.ˈar.θrɔ.si\ féminin
- Restructuration.
- Η αναδιάρθρωση του χρέους είναι επιτακτική ανάγκη για να επανέλθει η δυναμική μιας οικονομίας που έχει βυθιστεί στα χρέη. — (Ελευθεροτυπία, 28 novembre 2010 → lire en ligne)
- La restructuration de la dette est un besoin impératif pour que revienne la dynamique de notre économie qui a plongé dans les dettes.
- Η αναδιάρθρωση του χρέους είναι επιτακτική ανάγκη για να επανέλθει η δυναμική μιας οικονομίας που έχει βυθιστεί στα χρέη. — (Ελευθεροτυπία, 28 novembre 2010 → lire en ligne)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.