ανοικοδόμηση
Grec
Étymologie
- Du verbe ανοικοδομώ avec le suffixe -ση.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ανοικοδόμηση | οι | ανοικοδομήσεις |
Génitif | της | ανοικοδόμησης ανοικοδομήσεως |
των | ανοικοδομήσεων |
Accusatif | τη(ν) | ανοικοδόμηση | τις | ανοικοδομήσεις |
Vocatif | ανοικοδόμηση | ανοικοδομήσεις |
ανοικοδόμηση (anikodhómisi) \a.ni.kɔ.ˈðɔ.mi.si\ féminin
- Reconstruction.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.