αρχιτεκτόνισσα
Grec
Étymologie
- Féminin de αρχιτέκτονας.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αρχιτεκτόνισσα | οι | αρχιτεκτόνισσες |
Génitif | της | αρχιτεκτόνισσας | των | αρχιτεκτονισσών |
Accusatif | τη(ν) | αρχιτεκτόνισσα | τις | αρχιτεκτόνισσες |
Vocatif | αρχιτεκτόνισσα | αρχιτεκτόνισσες |
αρχιτεκτόνισσα (arkhitektónissa) \aɾ.çi.ˈtɛk.tɔ.ni.sa\ féminin (équivalent masculin : αρχιτέκτονας)
- Architecte.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.