αφαιρετικός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien ἀφαιρετικός, aphairetikós, dérivé de ἀφαίρεσις, aphairesis.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | αφαιρετικός | αφαιρετική | αφαιρετικό | |||
génitif | αφαιρετικού | αφαιρετικής | αφαιρετικού | |||
accusatif | αφαιρετικό | αφαιρετική | αφαιρετικό | |||
vocatif | αφαιρετικέ | αφαιρετική | αφαιρετικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | αφαιρετικοί | αφαιρετικές | αφαιρετικά | |||
génitif | αφαιρετικών | αφαιρετικών | αφαιρετικών | |||
accusatif | αφαιρετικούς | αφαιρετικές | αφαιρετικά | |||
vocatif | αφαιρετικοί | αφαιρετικές | αφαιρετικά |
αφαιρετικός, afairetikos \Prononciation ?\
- Abstrait.
- Aφαιρετική ικανότητα του νου
- Capacité de l’esprit à l’abstraction.
- Aφαιρετική ικανότητα του νου
Dérivés
Apparentés étymologiques
- αφαίρεση (« soustraction, abstraction »)
- αφαιρώ
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αφαιρετικός)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.