βουνό
Grec
Étymologie
- Du grec ancien βουνός, bounós.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | βουνό | τα | βουνά |
Génitif | του | βουνού | των | βουνών |
Accusatif | το | βουνό | τα | βουνά |
Vocatif | βουνό | βουνά |
Synonymes
Dérivés
- αγριόβουνο
- βουνάκι
- βουναλάκι
- βουνί
- βουνίσιος
- βουνοκορφή
- βουνοπλαγιά
- βουνοποριά
- βουνοσειρά
- ξεροβούνι
- πευκοβούνι
- παγόβουνο
- παίρνω τα βουνά
- πετρόβουνο
- χαμοβούνι
Proverbes et phrases toutes faites
- η τρέλα δεν πάει στα βουνά, πάει στους ανθρώπους
- μαθημένα τα βουνά στα χιόνια
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.