δάνειο
Grec
Étymologie
- Du grec ancien δάνειον, dáneion (« prêt »).
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | δάνειο | τα | δάνεια |
Génitif | του | δανείου | των | δανείων |
Accusatif | το | δάνειο | τα | δάνεια |
Vocatif | δάνειο | δάνεια |
δάνειο (dhánio) \ˈða.ni.ɔ\ neutre
- Prêt, action de prêter, somme prêtée.
- Πήρα στεγαστικό δάνειο από την τράπεζα
- (Linguistique) Emprunt.
- Η ελληνική λέξη "ασανσέρ" είναι δάνειο από τα γαλλικά.
- Le mot grec "ασανσέρ" est un emprunt au français.
- Η ελληνική λέξη "ασανσέρ" είναι δάνειο από τα γαλλικά.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.