δεκάλογος

Grec

Étymologie

Du grec ancien.

Nom commun

δεκάλογος (dhekálogos) \ðɛ.ˈka.lɔ.ɣɔs\ masculin

  1. (Religion) Décalogue.

Οι Δέκα Εντολές (Π.Δ. Έξοδος 20, 2-17)

  1. Εγώ ειμί ο Κύριος ο Θεός σου, όστις εξήγαγόν σε εξ οίκου δουλείας, ουκ έσονταί σοι Θεοί έτεροι πλην εμού .
  2. Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υπό κάτω της γης, ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς.
  3. Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω.
  4. Μνήσθητι την ημέραν του Σαββάτου αγιάζειν αυτήν, εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε εβδόμη Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου.
  5. Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης.
  6. Ου φονεύσεις.
  7. Ου μοιχεύσεις.
  8. Ου κλέψεις.
  9. Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή.
  10. Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστί.

Voir aussi

Grec ancien

Étymologie

→ voir δεκά et λόγος.

Nom commun

δεκάλογος (dekálogos) \de.ˈka.lo.ɡos\ masculin

  1. (Religion) Décalogue.

Οἱ Δέκα Ἐντολές (Π.Δ. Έξοδος 20, 2-17)

  1. Ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου, οὐκ ἔσονται σοὶ θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἑμοῦ.
  2. Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς.
  3. Οὐ λήψει τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ.
  4. Ἕξ ἡμέρας ἔργα καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου. Τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑϐδόμῃ σάϐϐατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου.
  5. Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς.
  6. Οὐ μοιχεύσεις.
  7. Οὐ κλέψεις.
  8. Οὐ φονεύσεις.
  9. Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ.
  10. Οὐκ ἐπιθυμήσεις πάντα ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.