διακοπτόμενη συνουσία
Grec
Étymologie
- De διακοπτόμενη (« interrompue ») et συνουσία (« union sexuelle »).
Locution nominale
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | διακοπτόμενη συνουσία | οι | διακοπτόμενες συνουσίες |
Génitif | της | διακοπτόμενης συνουσίας | των | διακοπτόμενων συνουσιών |
Accusatif | τη(ν) | διακοπτόμενη συνουσία | τις | διακοπτόμενες συνουσίες |
Vocatif | διακοπτόμενη συνουσία | διακοπτόμενες συνουσίες |
διακοπτόμενη συνουσία (dhiakoptómeni sinusía) \ði.a.kɔp.ˈtɔ.mɛ.ni si.nu.ˈsi.a\ féminin
- (Sexualité) Coït interrompu.
Références
- Cet article utilise des informations de l’article du Wiktionnaire en anglais, sous licence CC-BY-SA-3.0 : διακοπτόμενη συνουσία.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.