διυλιστήριο
Grec
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | διυλιστήριο | τα | διυλιστήρια |
Génitif | του | διυλιστήριου διυλιστηρίου |
των | διυλιστήριων διυλιστηρίων |
Accusatif | το | διυλιστήριο | τα | διυλιστήρια |
Vocatif | διυλιστήριο | διυλιστήρια |
διυλιστήριο (dhiilistírio) \ði.i.li.ˈsti.ɾi.ɔ\ neutre
- Raffinerie (de pétrole).
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.