δυναμικός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien δυναμικός, dunamikós.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | δυναμικός | δυναμική | δυναμικό | |||
génitif | δυναμικού | δυναμικής | δυναμικού | |||
accusatif | δυναμικό | δυναμική | δυναμικό | |||
vocatif | δυναμικέ | δυναμική | δυναμικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | δυναμικοί | δυναμικές | δυναμικά | |||
génitif | δυναμικών | δυναμικών | δυναμικών | |||
accusatif | δυναμικούς | δυναμικές | δυναμικά | |||
vocatif | δυναμικοί | δυναμικές | δυναμικά |
δυναμικός, dynamikós \Prononciation ?\
Grec ancien
Adjectif
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Masculin | Féminin | Neutre | Masculin | Féminin | Neutre | Masculin | Féminin | Neutre | |
Nominatif | δυναμικός | δυναμική | δυναμικόν | δυναμικοί | δυναμικαί | δυναμικά | δυναμικώ | δυναμικά | δυναμικώ |
Vocatif | δυναμικέ | δυναμική | δυναμικόν | δυναμικοί | δυναμικαί | δυναμικά | δυναμικώ | δυναμικά | δυναμικώ |
Accusatif | δυναμικόν | δυναμικήν | δυναμικόν | δυναμικούς | δυναμικάς | δυναμικά | δυναμικώ | δυναμικά | δυναμικώ |
Génitif | δυναμικοῦ | δυναμικῆς | δυναμικοῦ | δυναμικῶν | δυναμικῶν | δυναμικῶν | δυναμικοῖν | δυναμικαῖν | δυναμικοῖν |
Datif | δυναμικῷ | δυναμικῇ | δυναμικῷ | δυναμικοῖς | δυναμικαῖς | δυναμικοῖς | δυναμικοῖν | δυναμικαῖν | δυναμικοῖν |
δυναμικός, dunamikós \dy.na.mi.kós\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.