ενδιαφέρον
Grec
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | ενδιαφέρον | τα | ενδιαφέροντα |
Génitif | του | ενδιαφέροντος | των | ενδιαφερόντων |
Accusatif | το | ενδιαφέρον | τα | ενδιαφέροντα |
Vocatif | ενδιαφέρον | ενδιαφέροντα |
ενδιαφέρον, endiaféron \ɛn.ði.a.ˈfɛ.ɾɔn\ neutre
- Intérêt.
- Ένα ζωηρό ενδιαφέρον.
- Un vif intérêt.
- Αυτό το βιβλίο προκαλεί το ενδιαφέρον.
- Ce livre captive l'intérêt.
- Ένα ζωηρό ενδιαφέρον.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.