επανάσταση
Grec
Étymologie
- Du grec ancien ἐπανάστασις, epanástasis.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | επανάσταση | οι | επαναστάσεις |
Génitif | της | επανάστασης επαναστάσεως |
των | επαναστάσεων |
Accusatif | τη(ν) | επανάσταση | τις | επαναστάσεις |
Vocatif | επανάσταση | επαναστάσεις |
επανάσταση (epanástasi) \ɛ.pa.ˈna.sta.si\ féminin
Dérivés
- επαναστάτης - επαναστάτρια
- επαναστατικά
- επαναστατικός
- επαναστατικότητα
- επαναστατώ
- Γαλλική Επανάσταση
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.