θριαμβευτικός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien θριαμβευτικός, thriampeutikós.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | θριαμβευτικός | θριαμβευτική | θριαμβευτικό | |||
génitif | θριαμβευτικού | θριαμβευτικής | θριαμβευτικού | |||
accusatif | θριαμβευτικό | θριαμβευτική | θριαμβευτικό | |||
vocatif | θριαμβευτικέ | θριαμβευτική | θριαμβευτικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | θριαμβευτικοί | θριαμβευτικές | θριαμβευτικά | |||
génitif | θριαμβευτικών | θριαμβευτικών | θριαμβευτικών | |||
accusatif | θριαμβευτικούς | θριαμβευτικές | θριαμβευτικά | |||
vocatif | θριαμβευτικοί | θριαμβευτικές | θριαμβευτικά |
θριαμβευτικός, thriamveftikós \Prononciation ?\
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (θριαμβευτικός)
Grec ancien
Étymologie
- Mot dérivé de θριαμβευτής, thriambeutês (« celui qui triomphe ») avec le suffixe -ικός, -ikós.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | θριαμβευτικός | θριαμβευτική | θριαμβευτικόν | |||
vocatif | θριαμβευτικέ | θριαμβευτική | θριαμβευτικόν | |||
accusatif | θριαμβευτικόν | θριαμβευτικήν | θριαμβευτικόν | |||
génitif | θριαμβευτικοῦ | θριαμβευτικῆς | θριαμβευτικοῦ | |||
datif | θριαμβευτικῷ | θριαμβευτικῇ | θριαμβευτικῷ | |||
cas | duel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | θριαμβευτικώ | θριαμβευτικά | θριαμβευτικώ | |||
vocatif | θριαμβευτικώ | θριαμβευτικά | θριαμβευτικώ | |||
accusatif | θριαμβευτικώ | θριαμβευτικά | θριαμβευτικώ | |||
génitif | θριαμβευτικοῖν | θριαμβευτικαῖν | θριαμβευτικοῖν | |||
datif | θριαμβευτικοῖν | θριαμβευτικαῖν | θριαμβευτικοῖν | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | θριαμβευτικοί | θριαμβευτικαί | θριαμβευτικά | |||
vocatif | θριαμβευτικοί | θριαμβευτικαί | θριαμβευτικά | |||
accusatif | θριαμβευτικούς | θριαμβευτικάς | θριαμβευτικά | |||
génitif | θριαμβευτικῶν | θριαμβευτικῶν | θριαμβευτικῶν | |||
datif | θριαμβευτικοῖς | θριαμβευτικαῖς | θριαμβευτικοῖς |
θριαμβευτικός, thriampeutikós \Prononciation ?\
Apparentés étymologiques
- θριαμβεύω (« triompher »)
Dérivés dans d’autres langues
- Grec : θριαμβευτικός
Références
- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901
- « θριαμβευτικός », dans Henry George Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek-English Lexicon, 1889 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.