καλαθοσφαίριση
Grec
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | καλαθοσφαίριση | οι | καλαθοσφαιρίσεις |
Génitif | της | καλαθοσφαίρισης | των | καλαθοσφαιρίσεων |
Accusatif | τη(ν) | καλαθοσφαίριση | τις | καλαθοσφαιρίσεις |
Vocatif | καλαθοσφαίριση | καλαθοσφαιρίσεις |
καλαθοσφαίριση (kalathosférisi) \ka.la.θɔ.ˈsfɛ.ɾi.si\ féminin
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.