κατάργηση
Grec
Étymologie
- Du grec ancien κατάργησις, katárgêsis ; voir καταργώ (« abolir »).
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | κατάργηση | οι | καταργήσεις |
Génitif | της | κατάργησης καταργήσεως |
των | καταργήσεων |
Accusatif | τη(ν) | κατάργηση | τις | καταργήσεις |
Vocatif | κατάργηση | καταργήσεις |
κατάργηση (katáryisi) \ka.ˈtaɾ.ʝi.si\ féminin
- Abolition, annulation, abrogation.
- Η κατάργηση της θανατικής ποινής.
- L'abolition de la peine de mort.
- Η κατάργηση ενός νόμου.
- L’abrogation d’une loi.
- Η κατάργηση της θανατικής ποινής.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.