κεραυνοβόλος έρωτας
Grec
Étymologie
- → voir κεραυνοβόλος et έρωτας.
Locution nominale
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | κεραυνοβόλος έρωτας | οι | κεραυνοβόλοι έρωτες |
Génitif | του | κεραυνοβόλου έρωτα | των | κεραυνοβόλων ερώτων |
Accusatif | το(ν) | κεραυνοβόλο έρωτα | τους | κεραυνοβόλους έρωτες |
Vocatif | κεραυνοβόλε έρωτα | κεραυνοβόλοι έρωτες |
κεραυνοβόλος έρωτας (keravnovólos érotas) \kɛ.ɾav.nɔ.ˈvɔ.lɔs ˈɛ.ɾɔ.tas\ masculin
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.