κινητοποίηση

Grec

Étymologie

Du verbe κινητοποιώ.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κινητοποίηση οι  κινητοποιήσεις
Génitif της  κινητοποίησης
κινητοποιήσεως
των  κινητοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  κινητοποίηση τις  κινητοποιήσεις
Vocatif κινητοποίηση κινητοποιήσεις

κινητοποίηση (kinitopíisi) \ci.ni.tɔ.'pi.i.si\ féminin

  1. Mobilisation.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.