κλέφτης
Grec
Étymologie
- Du grec ancien κλέπτης, kléptês.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | κλέφτης | οι | κλέφτες |
Génitif | του | κλέφτη | των | κλεφτών |
Accusatif | το(ν) | κλέφτη | τους | κλέφτες |
Vocatif | κλέφτη | κλέφτες |
κλέφτης (kléftis) \ˈklɛf.tis\ masculin (équivalent féminin : κλέφτρα)
Dérivés
- κλέβω
- κλεφτός
- κλεψιά
- κλοπή
- κλέφτικος
- κλεφτά
- κλεφταράς
- κλεφτρόνι
- κλεφτοκοτάς
- κλεφτοπόλεμος
- αρχικλέφτης
- κατσικοκλέφτης
- μπουγαδοκλέφτης
- ορνιθοκλέφτης
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.