κυβερνητικός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien κυβερνητικός, kubernêtikós ; voir κυβέρνηση (« gouvernement ») pour le sens moderne.
Adjectif
κυβερνητικός (kivernitikós) \ci.vɛɾ.ni.ti.ˈkɔs\
- Gouvernemental, qui se rapporte au gouvernement.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Grec ancien
Étymologie
- Mot dérivé de κυβερνήτης, kubernêtês (« pilote ») avec le suffixe -ικός, -ikós.
Adjectif
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Masculin | Féminin | Neutre | Masculin | Féminin | Neutre | Masculin | Féminin | Neutre | |
Nominatif | κυβερνητικός | κυβερνητική | κυβερνητικόν | κυβερνητικοί | κυβερνητικαί | κυβερνητικά | κυβερνητικώ | κυβερνητικά | κυβερνητικώ |
Vocatif | κυβερνητικέ | κυβερνητική | κυβερνητικόν | κυβερνητικοί | κυβερνητικαί | κυβερνητικά | κυβερνητικώ | κυβερνητικά | κυβερνητικώ |
Accusatif | κυβερνητικόν | κυβερνητικήν | κυβερνητικόν | κυβερνητικούς | κυβερνητικάς | κυβερνητικά | κυβερνητικώ | κυβερνητικά | κυβερνητικώ |
Génitif | κυβερνητικοῦ | κυβερνητικῆς | κυβερνητικοῦ | κυβερνητικῶν | κυβερνητικῶν | κυβερνητικῶν | κυβερνητικοῖν | κυβερνητικαῖν | κυβερνητικοῖν |
Datif | κυβερνητικῷ | κυβερνητικῇ | κυβερνητικῷ | κυβερνητικοῖς | κυβερνητικαῖς | κυβερνητικοῖς | κυβερνητικοῖν | κυβερνητικαῖν | κυβερνητικοῖν |
κυβερνητικός, kubernêtikós \Prononciation ?\
- De pilote, bon au pilotage.
- κυβερνητική τέχνη, art du pilote, du pilotage.
Dérivés
Dérivés dans d’autres langues
- Anglais : cybernetic
- Français : cybernétique
- Grec : κυβερνητικός
Références
- « κυβερνητικός », dans Henry George Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek-English Lexicon, 1889 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.