μεταφορά
Grec
Étymologie
- Du grec ancien μεταφορά, metaphorá.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | μεταφορά | οι | μεταφορές |
Génitif | της | μεταφοράς | των | μεταφορών |
Accusatif | τη(ν) | μεταφορά | τις | μεταφορές |
Vocatif | μεταφορά | μεταφορές |
μεταφορά (metaforá) \mɛ.ta.fɔ.ˈɾa\ féminin
- Transport.
- Transfert.
- ολοκληρώθηκε η μεταφορά των αρχείων από το σκληρό δίσκο στη δισκέτα
- η επιχείρηση θα παραμείνει κλειστή για δύο ημέρες λόγω μεταφοράς των γραφείων της σε άλλο κτήριο
- Adaptation.
- η επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του γνωστού μυθιστορήματος
- Métaphore.
- στη φράση «ο αντίπαλος έγινε λαγός» υπάρχει μεταφορά μιας ιδιότητας του μη ανθρώπινου ουσιαστικού «λαγός», της ταχύτητας με την οποία φεύγει καταδιωκόμενος, στο ανθρώπινο υποκείμενο του ρήματος «έγινε»
Dérivés
- μεταφέρομαι
- μεταφορέας
- μεταφορικός
- μεταφέρω
Grec ancien
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ἡ | μεταφορά | αἱ | μεταφοραί | τὼ | μεταφορά |
Vocatif | μεταφορά | μεταφοραί | μεταφορά | |||
Accusatif | τὴν | μεταφοράν | τὰς | μεταφοράς | τὼ | μεταφορά |
Génitif | τῆς | μεταφορᾶς | τῶν | μεταφορῶν | τοῖν | μεταφοραῖν |
Datif | τῇ | μεταφορᾷ | ταῖς | μεταφοραῖς | τοῖν | μεταφοραῖν |
μεταφορά, metaphorá \me.ta.pʰo.ˈraː\ féminin
Dérivés dans d’autres langues
- Grec : μεταφορά
Références
- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901
- Henry Liddell et Robert Scott, A Greek-English lexicon, American Book Company, 1901 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.