νεοφιλελεύθερος

Grec

Étymologie

Dérivé de φιλελεύθερος avec le préfixe νεο-.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif νεοφιλελεύθερος νεοφιλελεύθερη νεοφιλελεύθερο
génitif νεοφιλελεύθερου νεοφιλελεύθερης νεοφιλελεύθερου
accusatif νεοφιλελεύθερο νεοφιλελεύθερη νεοφιλελεύθερο
vocatif νεοφιλελεύθερε νεοφιλελεύθερη νεοφιλελεύθερο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif νεοφιλελεύθεροι νεοφιλελεύθερες νεοφιλελεύθερα
génitif νεοφιλελεύθερων νεοφιλελεύθερων νεοφιλελεύθερων
accusatif νεοφιλελεύθερους νεοφιλελεύθερες νεοφιλελεύθερα
vocatif νεοφιλελεύθεροι νεοφιλελεύθερες νεοφιλελεύθερα

νεοφιλελεύθερος (neofileléftheros) \Prononciation ?\

  1. Néolibéral.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Dérivés

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.