νομολογικός

Grec

Étymologie

De νομολογία.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif νομολογικός νομολογική νομολογικό
génitif νομολογικού νομολογικής νομολογικού
accusatif νομολογικό νομολογική νομολογικό
vocatif νομολογικέ νομολογική νομολογικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif νομολογικοί νομολογικές νομολογικά
génitif νομολογικών νομολογικών νομολογικών
accusatif νομολογικούς νομολογικές νομολογικά
vocatif νομολογικοί νομολογικές νομολογικά

νομολογικός

  1. Jurisprudentiel.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.