ουσία
: οὐσία
Grec
Étymologie
- Du grec ancien οὐσία, ousía.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ουσία | οι | ουσίες |
Génitif | της | ουσίας | των | ουσιών |
Accusatif | τη(ν) | ουσία | τις | ουσίες |
Vocatif | ουσία | ουσίες |
ουσία (usía) \u.ˈsi.a\ féminin
Dérivés
- ανούσιος
- αυτούσιος
- επί της ουσίας
- η ουσία είναι
- κατ’ ουσίαν
- ουσιαστικοποίηση
- ουσιαστικοποιώ
- ουσιαστικό
- ουσιαστικός
- ουσιοεξάρτηση
- περιουσία
- ουσιώδης
- στην ουσία
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.