προτεραιότητα
Grec
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | προτεραιότητα | οι | προτεραιότητες |
Génitif | της | προτεραιότητας | των | προτεραιοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | προτεραιότητα | τις | προτεραιότητες |
Vocatif | προτεραιότητα | προτεραιότητες |
προτεραιότητα, protereótita \Prononciation ?\ féminin
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.