-ότητα
Grec
Étymologie
- Du grec ancien -ότης, -ótês.
Suffixe
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | -ότητα | οι | -ότητες |
Génitif | της | -ότητας | των | -οτήτων |
Accusatif | τη(ν) | -ότητα | τις | -ότητες |
Vocatif | -ότητα | -ότητες |
-ότητα (-ótita) \ˈɔ.ti.ta\
- Suffixe de nom féminin abstrait, exprimant généralement une qualité à partir d'un adjectif.
- σταθερός, σταθερότητα.
- stable, stabilité.
- σταθερός, σταθερότητα.
Exemples de termes grecs formés avec « -ότητα »
- αβεβαιότητα
- αβρότητα
- αγιότητα
- αγνότητα
- αγριότητα
- αγωγιμότητα
- αδελφότητα
- αδρότητα
- αιωνιότητα
- αθλιότητα
- αθωότητα
- ακεραιότητα
- ακρότητα
- ακυρότητα
- αμεσότητα
- αμφισημότητα
- αναγκαιότητα
- αναποτελεσματικότητα
- ανθεκτικότητα
- ανθρωπότητα
- ανισότητα
- αντιπαλότητα
- ανωτερότητα
- απλότητα
- απολυτότητα
- αποτελεσματικότητα
- απτότητα
- αρνητικότητα
- αρρενωπότητα
- ασυμβατότητα
- αυτότητα
- βεβαιότητα
- βιαιότητα
- βιωσιμότα
- γυμνότητα
- γενναιότητα
- διαθεσιμότητα
- διεισδυτικότητα
- εθνικότητα
- εθνότητα
- ειδικότητα
- εκκρεμότητα
- ελαφρότητα
- ελληνικότητα
- ενεργητικότητα
- ενηλικότητα
- ενότητα
- εντιμότητα
- εντοπιότητα
- επιδερμικότητα
- επικαιρότητα
- επιλεξιμότητα
- επιπολαιότητα
- επισκεψιμότητα
- ετοιμότητα
- εχθρότητα
- ηλιθιότητα
- θεότητα
- θερμότητα
- θετικότητα
- θηλυκότητα
- θνησιμότητα
- ιδιότητα
- ιερότητα
- ισότητα
- καθαριότητα
- καθαρότητα
- καθολικότητα
- κανονικότητα
- κατωτερότητα
- κενότητα
- κοιλότητα
- κοινότητα
- λιτότητα
- μεγαλειότητα
- μηδαμινότητα
- μητρότητα
- μικρότητα
- νεότητα
- νηφαλιότητα
- νομιμότητα
- νωθρότητα
- νωχελικότητα
- οικειότητα
- ολότητα
- οντότητα
- ορθότητα
- οσιότητα
- ουδετερότητα
- παθητικότητα
- παιδικότητα
- παλαιότητα
- πατρότητα
- περιεκτικότητα
- πιθανότητα
- πιστότητα
- πληρότητα
- ποιότητα
- πολυπλοκότητα
- ποσότητα
- πραότητα
- προτεραιότητα
- προχειρότητα
- σεμνότητα
- σημαντικότητα
- σκοπιμότητα
- σπανιότητα
- σπουδαιότητα
- σταθερότητα
- συνειδητότητα
- συχνότητα
- σφαιρικότητα
- ταπεινότητα
- ταυτότητα
- υπηκοότητα
- φαυλότητα
- φρονιμότητα
- φωτεινότητα
- χρησιμότητα
- χωρητικότητα
- ψυχρότητα
- ωμότητα
- ωραιότητα
- ωριμότητα
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.