σεξουαλικότητα

Grec

Étymologie

→ voir σεξουαλικός et -ότητα

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  σεξουαλικότητα οι  σεξουαλικότητες
Génitif της  σεξουαλικότητας των  σεξουαλικοτήτων
Accusatif τη(ν)  σεξουαλικότητα τις  σεξουαλικότητες
Vocatif σεξουαλικότητα σεξουαλικότητες

σεξουαλικότητα, sexualikótita \Prononciation ?\ féminin

  1. Sexualité.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.