σκηνοθέτης
Grec
Étymologie
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | σκηνοθέτης | οι | σκηνοθέτες |
Génitif | του | σκηνοθέτη | των | σκηνοθετών |
Accusatif | το(ν) | σκηνοθέτη | τους | σκηνοθέτες |
Vocatif | σκηνοθέτη | σκηνοθέτες |
σκηνοθέτης \sci.nɔ.ˈθɛ.tis\ masculin (équivalent féminin : σκηνοθέτρια)
Dérivés
- σκηνοθεσία
- σκηνοθετώ
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σκηνοθέτης)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.