στερεός

Grec ancien

Étymologie

De l’indo-européen commun *(s)ter- [1] (« fixe ») qui donne le latin strenuus (« endurant, brave ») ou l’allemand starren.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif στερεός στερεά στερεόν
vocatif στερεέ στερεά στερεόν
accusatif στερεόν στερεάν στερεόν
génitif στερεοῦ στερεᾶς στερεοῦ
datif στερε στερε στερε
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif στερεώ στερεά στερεώ
vocatif στερεώ στερεά στερεώ
accusatif στερεώ στερεά στερεώ
génitif στερεοῖν στερεαῖν στερεοῖν
datif στερεοῖν στερεαῖν στερεοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif στερεοί στερεαί στερεά
vocatif στερεοί στερεαί στερεά
accusatif στερεούς στερεάς στερεά
génitif στερεῶν στερεῶν στερεῶν
datif στερεοῖς στερεαῖς στερεοῖς

στερεός, stereós \ste.re.ˈos\

  1. Ferme, dur.
  2. Endurant, robuste, vigoureux.
  3. Dur, solide, substantiel.
    • ἀργυρίου στερεὰ τάλαντα  (SIG826 D 20)
  4. (En mauvaise part) Dur, cruel.
  5. (En mauvaise part) Opiniâtre, obstiné.

Dérivés

  • στερεότης, dureté, solidité
  • στερεόω, endurcir, solidifier
  • στερεοβάτης, fondation, stéréobate

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.