συμπαράσταση

Grec

Étymologie

Voir le grec ancien συμπαραστάτης, symparastátês  aide, adjoint ») et παράσταση  performamce »).

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  συμπαράσταση οι  συμπαραστάσεις
Génitif της  συμπαράστασης
συμπαραστάσεως
των  συμπαραστάσεων
Accusatif τη(ν)  συμπαράσταση τις  συμπαραστάσεις
Vocatif συμπαράσταση συμπαραστάσεις

συμπαράσταση, symparástasi \sim.ba.ˈɾa.sta.si\ féminin

  1. Soutien, solidarité.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Références

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (συμπαράσταση)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.