σύνταξη
Grec
Étymologie
- Du grec ancien σύνταξις, sýntaxis.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | σύνταξη | οι | συντάξεις |
Génitif | της | σύνταξης συντάξεως |
των | συντάξεων |
Accusatif | τη(ν) | σύνταξη | τις | συντάξεις |
Vocatif | σύνταξη | συντάξεις |
σύνταξη (síndaxi) \ˈsin.da.ksi\ féminin
Apparentés étymologiques
- συντακτικός
- συντακτικό
- ασύντακτος
- συντεταγμένος
- συντεταγμένες
- συντάσσω
- συνταξιοδοτικός
- συνταξιοδότηση
- συνταξιούχος
- συνταξούλα
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.