φαινόμενο
Grec
Étymologie
- Du grec ancien φαινόμενον, phainómenon.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | φαινόμενο | τα | φαινόμενα |
Génitif | του | φαινομένου | των | φαινομένων |
Accusatif | το | φαινόμενο | τα | φαινόμενα |
Vocatif | φαινόμενο | φαινόμενα |
φαινόμενο (fenómeno) \fɛ.ˈnɔ.mɛ.nɔ\ neutre
- Phénomène.
- Έκτακτα καιρικά φαινόμενα προανήγγειλε η μετεωρολογική υπηρεσία.
- Η έξαρση της εγκληματικότητας είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί τις αρχές.
- Σήμερα θα μιλήσουμε για την έκθλιψη των φωνηέντων και άλλα παρόμοια γραμματικά φαινόμενα.
-
- Αυτό το παιδί είναι φαινόμενο. Σε ηλικία μόλις έξι ετών μιλάει τόσο καλά δύο ξένες γλώσσες.
Dérivés
- κατά τα φαινόμενα
- τα φαινόμενα απατούν
- φαινομενικά
- φαινομενικός (phénoménal)
- φαινομενικότητα
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.