φιλοξενία

Grec

Étymologie

Du grec ancien φιλοξενία, philoxenía.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  φιλοξενία οι  φιλοξενίες
Génitif της  φιλοξενίας των  φιλοξενιών
Accusatif τη(ν)  φιλοξενία τις  φιλοξενίες
Vocatif φιλοξενία φιλοξενίες

φιλοξενία (filoxenía) \fi.lɔ.ksɛ.ˈni.a\ féminin

  1. Hospitalité.

Antonymes

  • αφιλοξενία

Apparentés étymologiques

  • φιλόξενα
  • φιλόξενος
  • φιλοξενούμαι
  • φιλοξενούμενος
  • φιλοξενώ

Composés

  • αφιλοξενία

Grec ancien

Étymologie

Mot dérivé de φιλόξενος, philoxenos avec le suffixe -ία, -ía.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif φιλοξενία αἱ φιλοξενίαι τὼ φιλοξενία
Vocatif φιλοξενία φιλοξενίαι φιλοξενία
Accusatif τὴν φιλοξενίαν τὰς φιλοξενίας τὼ φιλοξενία
Génitif τῆς φιλοξενίας τῶν φιλοξενιῶν τοῖν φιλοξενίαιν
Datif τῇ φιλοξενί ταῖς φιλοξενίαις τοῖν φιλοξενίαιν

φιλοξενία, philoxenía \pʰi.lo.kse.ˈni.a\ féminin

  1. Pratique de l'hospitalité.

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.