φυτόν
Grec ancien
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | τὸ | φυτόν | τὰ | φυτά | τὼ | φυτώ |
Vocatif | φυτόν | φυτά | φυτώ | |||
Accusatif | τὸ | φυτόν | τὰ | φυτά | τὼ | φυτώ |
Génitif | τοῦ | φυτοῦ | τῶν | φυτῶν | τοῖν | φυτοῖν |
Datif | τῷ | φυτῷ | τοῖς | φυτοῖς | τοῖν | φυτοῖν |
φυτόν, phutón \pʰy.ˈton\ neutre
Composés
- φυτοβασίλειον
- φυτοειδῶς
- φυτοεργός
- φυτοφόρος
- φυτοφύλαξ
- φυτοκομέω
- φυτοκόμια
- φυτόομαι
- φυτοσκαφία
- φυτοσκάφος
- φυτοσπορία
- φυτόσπορος
- φυτοσπόρος
- φυτοτροφέομαι
- φυτοτροφία
- φυτότροφος
- φυτουργεῖον
- φυτουργέω
- φυτούργημα
- φυτουργία
- φυτουργικός
- φυτουργός
- φυτούριον
Apparentés étymologiques
- φύλλον (feuille)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.