χαρτονόμισμα

Grec

Étymologie

→ voir χαρτί et νόμισμα.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  χαρτονόμισμα τα  χαρτονομίσματα
Génitif του  χαρτονομίσματος των  χαρτονομισμάτων
Accusatif το  χαρτονόμισμα τα  χαρτονομίσματα
Vocatif χαρτονόμισμα χαρτονομίσματα
χαρτονόμισμα των 10€

χαρτονόμισμα (khartonómisma) \xaɾ.tɔ.ˈnɔ.mi.zma\ neutre

  1. Billet de banque.
    Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.