-ίστρια

Grec

Suffixe

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  -ίστρια οι  -ίστριες
Génitif της  -ίστριας των  -ιστριών
Accusatif τη(ν)  -ίστρια τις  -ίστριες
Vocatif -ίστρια -ίστριες

-ίστρια \ˈi.stɾi.a\ féminin

  1. Suffixe servant à former l’équivalent féminin des substantifs masculins en -ιστής ou en -ίστας.

Dérivés

  • αθεΐστρια
  • ακτιβίστρια
  • αλπινίστρια
  • αλτρουίστρια
  • αλχημίστρια
  • αμοραλίστρια
  • ανθρωπίστρια
  • αντικομουνίστρια
  • αντικομφορμίστρια
  • αντιμιλιταρίστρια
  • αντιφασίστρια
  • αντιφεμινίστρια
  • αριβίστρια
  • αριστερίστρια
  • ασυρματίστρια
  • ατομικίστρια
  • ατομίστρια
  • αυτοκινητίστρια
  • αυτονομίστρια
  • βουδίστρια
  • γραφίστρια
  • γυμνίστρια
  • δημοτικίστρια
  • διεθνίστρια
  • εγωίστρια
  • εθνικίστρια
  • εθνικοσοσιαλίστρια
  • εξτρεμίστρια
  • ευδαιμονίστρια
  • ευρωπαΐστρια
  • ζεμανφουτίστρια
  • ηδονίστρια
  • θεοσοφίστρια
  • θετικίστρια
  • ιδεαλίστρια
  • ιμπεριαλίστρια
  • ινδουίστρια
  • ιρασιοναλίστρια
  • καλβινίστρια
  • καπιταλίστρια
  • κλασικίστρια
  • κομουνίστρια
  • κομφορμίστρια
  • λαϊκίστρια
  • λενινίστρια
  • μαζοχίστρια
  • μαοΐστρια
  • μαρξίστρια
  • μηδενίστρια
  • μιλιταρίστρια
  • μπερξονίστρια
  • μυστικίστρια
  • νεοελληνίστρια
  • νεοεμπρεσιονίστρια
  • νεοκλασικίστρια
  • νεοναζίστρια
  • νεοφασίστρια
  • νεωτερίστρια
  • νιχιλίστρια
  • νομπελίστρια
  • οπορτουνίστρια
  • οπτιμίστρια
  • ορθολογίστρια
  • ουμανίστρια
  • ουτοπίστρια
  • παγανίστρια
  • πανθεΐστρια
  • πανσλαβίστρια
  • πεσιμίστρια
  • πιανίστρια
  • πνευματίστρια
  • ποδοσφαιρίστρια
  • ρατσίστρια
  • ρεαλίστρια
  • ρεφορμίστρια
  • σαδίστρια
  • σαδομαζοχίστρια
  • σιωνίστρια
  • σκακίστρια
  • σοσιαλίστρια
  • σουρεαλίστρια
  • τενίστρια
  • τοπικίστρια
  • τροτσκίστρια
  • υπερρεαλίστρια
  • φεμινίστρια
  • φετιχίστρια
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.