διαμοιράζω
Greek
Etymology
From Byzantine Greek διαμοιράζω. Morphologically, from δια- + μοιράζω.
Pronunciation
- IPA(key): /ðia.miˈɾa.zo/, /ðja.miˈɾa.zo/
- Hyphenation: δι‧α‧μοι‧ρά‧ζω
- Hyphenation: δια‧μοι‧ρά‧ζω
Verb
διαμοιράζω • (diamoirázo) (simple past διαμοίρασα, passive διαμοιράζομαι)
- divide This term needs a translation to English. Please help out and add a translation, then remove the text
{{rfdef}}
.
Conjugation
διαμοιράζω διαμοιράζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διαμοιράζω | διαμοιράσω | διαμοιράζομαι | διαμοιραστώ |
2 sg | διαμοιράζεις | διαμοιράσεις | διαμοιράζεσαι | διαμοιραστείς |
3 sg | διαμοιράζει | διαμοιράσει | διαμοιράζεται | διαμοιραστεί |
1 pl | διαμοιράζουμε, [‑ομε] | διαμοιράσουμε, [‑ομε] | διαμοιραζόμαστε | διαμοιραστούμε |
2 pl | διαμοιράζετε | διαμοιράσετε | διαμοιράζεστε, διαμοιραζόσαστε | διαμοιραστείτε |
3 pl | διαμοιράζουν(ε) | διαμοιράσουν(ε) | διαμοιράζονται | διαμοιραστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διαμοίραζα | διαμοίρασα | διαμοιραζόμουν(α) | διαμοιράστηκα |
2 sg | διαμοίραζες | διαμοίρασες | διαμοιραζόσουν(α) | διαμοιράστηκες |
3 sg | διαμοίραζε | διαμοίρασε | διαμοιραζόταν(ε) | διαμοιράστηκε |
1 pl | διαμοιράζαμε | διαμοιράσαμε | διαμοιραζόμασταν, (‑όμαστε) | διαμοιραστήκαμε |
2 pl | διαμοιράζατε | διαμοιράσατε | διαμοιραζόσασταν, (‑όσαστε) | διαμοιραστήκατε |
3 pl | διαμοίραζαν, διαμοιράζαν(ε) | διαμοίρασαν, διαμοιράσαν(ε) | διαμοιράζονταν, (διαμοιραζόντουσαν) | διαμοιράστηκαν, διαμοιραστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διαμοιράζω ➤ | θα διαμοιράσω ➤ | θα διαμοιράζομαι ➤ | θα διαμοιραστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαμοιράζεις, … | θα διαμοιράσεις, … | θα διαμοιράζεσαι, … | θα διαμοιραστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαμοιράσει έχω, έχεις, … διαμοιρασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαμοιραστεί είμαι, είσαι, … διαμοιρασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαμοιράσει είχα, είχες, … διαμοιρασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαμοιραστεί ήμουν, ήσουν, … διαμοιρασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαμοιράσει θα έχω, θα έχεις, … διαμοιρασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαμοιραστεί θα είμαι, θα είσαι, … διαμοιρασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διαμοίραζε | διαμοίρασε | — | διαμοιράσου |
2 pl | διαμοιράζετε | διαμοιράστε | διαμοιράζεστε | διαμοιραστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διαμοιράζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διαμοιράσει ➤ | διαμοιρασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διαμοιράσει | διαμοιραστεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- διαμοιρασμένος (diamoirasménos, “divided, distributed”, participle)
- μοιράζω (moirázo, “divide”)
- ξαναμοιράζω (xanamoirázo, “redistribute”)
- and see: μοίρα f (moíra, “sense: portion”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.