εισάγω
Greek
Etymology
From Ancient Greek εἰσάγω (eiságō). Morphologically εισ- (eis-) + άγω (ágo).
Verb
εισάγω • (eiságo) (simple past εισήγαγα, passive εισάγομαι)
Conjugation
εισάγω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | εισάγω | εισήγα | θα εισάγω | να εισάγω | |
2s | εισάγεις | εισήγες | θα εισάγεις | να εισάγεις | — |
3s | εισάγει | εισήγε | θα εισάγει | να εισάγει | |
1p | εισάγουμε, εισάγομε | εισήγαμε | θα εισάγουμε, εισάγομε | να εισάγουμε, εισάγομε | |
2p | εισάγετε | εισήγατε | θα εισάγετε | να εισάγετε | εισάγετε |
3p | εισάγουν, εισάγουνε | εισήγαν, εισήγανε | θα εισάγουν, εισάγουνε | να εισάγουν, εισάγουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | εισαγάγω | εισήγαγα | θα εισαγάγω | να εισαγάγω | |
2s | εισαγάγεις | εισήγαγες | θα εισαγάγεις | να εισαγάγεις | — |
3s | εισαγάγει | εισήγαγε | θα εισαγάγει | να εισαγάγει | |
1p | εισαγάγουμε, εισαγάγομε | εισαγάγαμε | θα εισαγάγουμε, εισαγάγομε | να εισαγάγουμε, εισαγάγομε | |
2p | εισαγάγετε | εισαγάγατε | θα εισαγάγετε | να εισαγάγετε | εισαγάγετε |
3p | εισαγάγουν, εισαγάγουνε | εισήγαγαν, εισαγάγαν, εισαγάγανε | θα εισαγάγουν, εισαγάγουνε | να εισαγάγουν, εισαγάγουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω εισαγάγει | είχα εισαγάγει | θα έχω εισαγάγει | να έχω εισαγάγει | |
2s | έχεις εισαγάγει | είχες εισαγάγει | θα έχεις εισαγάγει | να έχεις εισαγάγει | |
3s | έχει εισαγάγει | είχε εισαγάγει | θα έχει εισαγάγει | να έχει εισαγάγει | |
1p | έχουμε εισαγάγει | είχαμε εισαγάγει | θα έχουμε εισαγάγει | να έχουμε εισαγάγει | |
2p | έχετε εισαγάγει | είχατε εισαγάγει | θα έχετε εισαγάγει | να έχετε εισαγάγει | |
3p | έχουν εισαγάγει | είχαν εισαγάγει | θα έχουν εισαγάγει | να έχουν εισαγάγει | |
Participle: | εισάγοντας | Non-finite ‡ | εισαγάγει | 135, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- εισαγωγέας m (eisagogéas, “importer”)
- εισαγωγικός (eisagogikós, “introductory”)
- εισαγωγικά n pl (eisagogiká, “quotation marks”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.