εισαγωγικά
Greek
Etymology
Neuter plural form of εισαγωγικός (eisagogikós, “introductory”).
Noun
εισαγωγικά • (eisagogiká) n pl
- (grammar, typography) guillemets, quotation marks, chevrons, duckfoot quotes, the Unicode double angle quotation mark.
(Most commonly in Greek: « or », and in English “ or ”.)
Usage notes
- «Μιλάει σοβαρά;» ρώτησε την Μαρία. (“Is he serious?” he asked Maria.)
- «Ναι, σίγουρα», αποκρίθηκε. (“Yes, certainly,” she replied.)
- see also:
Non-English usage of quotation marks on Wikipedia.Wikipedia
Declension
εισαγωγικά
plural | |
---|---|
nominative | εισαγωγικά • |
genitive | εισαγωγικών • |
accusative | εισαγωγικά • |
vocative | εισαγωγικά • |
See also
- ( . ) τελεία
- ( , ) κόμμα, υποδιαστολή
- ( : ) άνω και κάτω τελεία
- ( · ) άνω τελεία
- ( ; ) ερωτηματικό
- ( ! ) θαυμαστικό
- ( « » ) εισαγωγικά
- ( " ) ( “ ” ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( ‘ ’ ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( ’ ) απόστροφος
- ( ¨ ) διαλυτικά
- ( ΄ ) τόνος
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
Adjective
εισαγωγικά • (eisagogiká)
- Nominative, accusative and vocative plural neuter form of εισαγωγικός (eisagogikós).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.