παρένθεση
Greek
Etymology
From Ancient Greek παρένθεσις (parénthesis).
Noun
παρένθεση • (parénthesi) f (plural παρενθέσεις)
- (grammar) parenthesis (either or each of the brackets enclosing a word or words; or the enclosed)
- σε παρένθεση
- in parenthesis
- σε παρένθεση
Declension
declension of παρένθεση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρένθεση • | παρενθέσεις • |
genitive | παρένθεσης • παρενθέσεως • | παρενθέσεων • |
accusative | παρένθεση • | παρενθέσεις • |
vocative | παρένθεση • | παρενθέσεις • |
See also
- ( . ) τελεία
- ( , ) κόμμα, υποδιαστολή
- ( : ) άνω και κάτω τελεία
- ( · ) άνω τελεία
- ( ; ) ερωτηματικό
- ( ! ) θαυμαστικό
- ( « » ) εισαγωγικά
- ( " ) ( “ ” ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( ‘ ’ ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( ’ ) απόστροφος
- ( ¨ ) διαλυτικά
- ( ΄ ) τόνος
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.