αγκύλη
See also: αγκύλι
Greek
Noun
αγκύλη • (agkýli) f (plural αγκύλες)
Declension
Related terms
- αγκύλος (agkýlos, “curved”)
Adjective
αγκύλη • (agkýli)
- Nominative, accusative and vocative singular feminine form of αγκύλος (agkýlos).
See also
- ( . ) τελεία
- ( , ) κόμμα, υποδιαστολή
- ( : ) άνω και κάτω τελεία
- ( · ) άνω τελεία
- ( ; ) ερωτηματικό
- ( ! ) θαυμαστικό
- ( « » ) εισαγωγικά
- ( " ) ( “ ” ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( ‘ ’ ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( ’ ) απόστροφος
- ( ¨ ) διαλυτικά
- ( ΄ ) τόνος
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.